Καταγόταν από τον Αλίκαμπο Χανίων. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και μετά την αποφοίτησή του επέστρεψε στην πατρίδα του προκειμένου να ασκήσει την δικηγορία. Από ενωρίς όμως μυήθηκε στην σχεδιαζόμενη επανάσταση όπου με ενθουσιασμό συντάχθηκε σ΄ αυτή αναδειχθείς γενικός γραμματέας στην υπό την προεδρία του Μανούσου Κούνδουρου συγκροτηθείσα Μεταπολιτευτική Επιτροπή Κρήτης η οποία και ανέλαβε τον συντονισμό της επαναστατικής δράσης που είχε ως αποκορύφωμα την νικηφόρα πολιορκία του Βάμου που αναδείχθηκε σταθμός στη μετέπειτα εξέλιξη του Κρητικού ζητήματος.
Στην πολεμική επιχείρηση εκείνη ο Ι. Λεκανίδης, παρότι νυμφευμένος έχοντας πέντε τέκνα και η σύζυγός του Ελένη βρισκόταν στον όγδοο μήνα κύησης, αποφασισμένος στη σωτηρία της Κρήτης από τα υφιστάμενα δεινά, συμμετείχε ως οπλαρχηγός και ήταν ένας από εκείνους που θαρραλέα εισέβαλαν με τις ομάδες τους στον Βάμο και προχώρησαν στη σταδιακή κατάληψή του. Για τα γεγονότα αυτά και τις μάχες που ακολούθησαν ο Ι. Λεκανίδης συνέγραψε ιστορικό ημερολόγιο που διέσωσε και διαφύλαξε η οικογένειά του που αποτελεί σπουδαία ιστορική πηγή της περιόδου εκείνης από την οποία αντλούνται πολλά στοιχεία.
Προτομή του Ιωσήφ Λεκανίδη βρίσκεται στις Βρύσες Αποκορώνου. Ο Ιωσήφ Λεκανίδης ήταν νομικός και σημαντικός οπλαρχηγός της Κρήτης που έδρασε στην Κρητική Επανάσταση (1895-1898).
Ο Λεκανίδης αναδείχθηκε γενικός γραμματέας στην -υπό την προεδρία του
Μανούσου Κούνδουρου- Μεταπολιτευτική Επιτροπή η οποία αποτελούσε το νέο
ξεκίνημα το 1895 για την απελευθέρωση της Κρήτης με αποκορύφωμα την
νικηφόρα πολιορκία του Βάμου. Μάλιστα, ο Ιωσήφ Λεκανίδης συνέγραψε
ιστορικό ημερολόγιο που έχει διασωθεί και αποτελεί σπουδαία πηγή για τα
γεγονότα εκείνης της περιόδου. ΓΙΑΝΝΗΣ ΛΥΒΙΑΚΗΣ
ΑΝΤΩΝΗΣ ΠΛΥΜΑΚΗΣ
Ο Αλίκαμπος βρίσκεται
σε υψόμετρο 330 μέτρων στους ανατολικούς πρόποδες των Λευκών Ορέων, σε
ένα πρανές γνωστό ως Αλικαμπιώτικη μαδάρα. Αν και δε γνωρίζουμε πότε
ακριβώς ιδρύθηκε το χωριό, το όνομά του προέρχεται ενδεχομένως από
συνδυασμό της αρχαιοελληνικής λέξης άλυς (κόκκινος) με την λατινογενή
campo (πεδίο), επειδή στο πρανές υπάρχει πολύ κοκκινόχωμα. Σύμφωνα με
μια άλλη εκδοχή, το πρώτο συνθετικό προέρχεται από την αραβική λέξη 'ali
που σημαίνει ψηλός, άρα η ονομασία σημαίνει «ψηλός κάμπος». Σύμφωνα με
μια τρίτη εκδοχή, το χωριό πήρε το όνομά του από τον Οθωμανό πειρατή
Ουλούτς Αλή (Uluç Ali) που το κατέστρεψε το 1567, γι’ αυτό και ενίοτε
αναφέρεται ως «Αλήκαμπος». Σε κάθε περίπτωση, το χωριό αναφέρεται ως
Alicambo από τον Barozzi το 1577 και με το ίδιο όνομα από τον
Καστροφύλακα (βενετική απογραφή) το 1583. Σύμφωνα με τις
διαθέσιμες πηγές, οι πρώτοι που έχτισαν οχυρώσεις στο χωριό ήταν Άραβες,
οι οποίοι έχτισαν ένα φρούριο στη θέση Πηργιολύκι το 821 μ.Χ. Μετά την
ανακατάληψη της Κρήτης από τον Νικηφόρο Φωκά το 961 μ.Χ, στην Κρήτη
εγκαταστάθηκαν δώδεκα οικογένειες ευγενών, στους οποίους δόθηκαν μεγάλες
εκτάσεις γης. Ο Αλίκαμπος δόθηκε τότε στον Μαλαβαρά, μαζί με μια έκταση
που εκτεινόταν ανατολικά μέχρι τη λίμνη Κουρνά και βόρεια μέχρι τον
Βρυσιανό ποταμό. Το χωριό ήκμασε κατά τους επόμενους δύο αιώνες,
διάστημα κατά το οποίο χτίστηκαν αρκετές εκκλησίες, μεταξύ των οποίων
αυτή της Κοίμησης της Θεοτόκου, η οποία τοιχογραφήθηκε από τον Ιωάννη
Παγωμένο γύρω στο 1315 και διατηρείται σε καλή κατάσταση έως σήμερα.
Μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους Βενετούς στο χωριό εγκαταστάθηκε η
οικογένεια των Κόντη (Conti), μέλη της οποίας υπηρέτησαν ως μισθοφόροι
της Βενετίας σε αρκετούς πολέμους. Ωστόσο, οι ντόπιοι ήταν
δυσαρεστημένοι από τη βενετική διοίκηση και συμμετείχαν σε αρκετές
εξεγέρσεις εναντίον της. Ιδιαίτερη δράση επέδειξαν κατά την εξέγερση του
Καντανολέοντα (1527-1528), με αποτέλεσμα να σταλεί εναντίον τους μια
δύναμη 3.000 στρατιωτών υπό τον στρατηγό Λουκίνο Δελφέρμη. Παρά τις
γενναίες προσπάθειες των Αλικαμπιωτών, οι Βενετοί κατέλαβαν και
κατέστρεψαν το χωριό, ενώ έσφαξαν ή εξόρισαν σχεδόν όλους τους κατοίκους
του. Στη συνέχεια προσπάθησαν να πουλήσουν ή να εποικίσουν το χωριό,
αλλά οι Αλικαμπιώτες κατάφεραν να επιστρέψουν το 1536 και λίγο αργότερα
να τους αναγνωριστεί η κυριότητα των κτημάτων τους. Οι σχέσεις
των ντόπιων με τους Οθωμανούς δεν ήταν πιο εύκολες απ’ ότι με τους
Βενετούς και ο Αλίκαμπος εξακολούθησε να είναι κέντρο επαναστατικής
δράσης κατά την Τουρκοκρατία. Τον Μάρτιο του 1824 ο Τσουδερός επιτέθηκε
από τον Αλίκαμπο κατά των Αιγύπτιων του Χουσεΐν πασά, αλλά δεν κατάφερε
να τους απωθήσει. Περίπου εβδομήντα χρόνια αργότερα, από το Κλήμα
Αλικάμπου ξεκίνησε στις 3 Σεπτεμβρίου 1895 η Μεταπολιτευτική Επανάσταση,
όταν ο πρωτοδίκης στον Βάμο Μανούσος Κούνδουρος διάβασε ενώπιον 1.500
ενόπλων ένα υπόμνημα με τα αιτήματα των χριστιανών του νησιού, ενώ λίγο
αργότερα εξελέγη γενικός γραμματέας της Μεταπολιτευτικής Επιτροπής ο
Αλικαμπιώτης Ιωσήφ Λεκανίδης, ο οποίος έπαιξε σημαντικό ρόλο στις
συγκρούσεις των ετών 1895-1896 και στην απελευθέρωση του Αποκόρωνα από
τους Οθωμανούς. Ως προς τη διοικητική του εξάρτηση, το χωριό
αναφέρεται ως μέρος του Δήμου Μαθέ το 1881, μέρος του Δήμου
Γεωργιούπολης το 1900, αυτοτελής κοινότητα το 1928 και μέρος του Δήμου
Κρυονερίδας το 1999, ενώ από το 2010 αποτελεί ομώνυμο Δημοτικό
Διαμέρισμα της Δημοτικής Ενότητας Κρυονερίδας του Δήμου Αποκορώνου.
Οι Βρύσες είναι η έδρα του Δήμου Αποκορώνου και σύμφωνα
με την απογραφή του 2011 έχουν 740 κατοίκους. Το χωριό βρίσκεται σε
πεδινό πρανές σε υψόμετρο 70 μέτρων και διασχίζεται από τους ποταμούς
Βρυσιανό και Μπούτακα. Η ονομασία του χωριού οφείλεται στην ύπαρξη
πολλών πηγών στην περιοχή, οι οποίες παλιότερα ονομάζονταν «βρύσες». Το
χωριό είναι σχετικά νέο, καθώς δεν υπήρχε μέχρι τις αρχές του 20ου
αιώνα, αλλά η τοποθεσία αυτή έπαιξε σημαντικό ρόλο στη νεότερη κρητική
ιστορία. Κατά την επανάσταση του Δασκαλογιάννη το 1770 στην
περιοχή στρατοπέδευσαν 12.000 Οθωμανοί στρατιώτες, τους οποίους
συγκέντρωσαν οι πασάδες της Κρήτης για να καταπνίξουν την εξέγερση. Η
λαϊκή μούσα μνημονεύει το γεγονός ως εξής: «Οι Βρύσες γυρωτρίγυρα
μαυρίζουν σαν τα δάση, κι από τρεις τόπους ξεκινούν [εννοεί τις πόλεις
Χανιά, Ρέθυμνο και Ηράκλειο] εις τα Σφακιά να πάσι. Μαυρίζουνε τα
λιόφυτα, μαζεύονται σα λεφούσι, από το πλήθος της Τουρκιάς εις τα Σφακιά
να βγούσι». Το 1770 οι Αποκορωνιώτες δεν μπόρεσαν να αντιδράσουν στη
συγκέντρωση, αλλά το 1866 η εξέλιξη ήταν πολύ διαφορετική. Τότε, ο Σαχίν
πασάς στρατοπέδευσε στις Βρύσες με 5.000 Αιγύπτιους στρατιώτες, αλλά
στις 26 Αυγούστου 1866 δέχτηκε επίθεση από χριστιανούς επαναστάτες που
εξόρμησαν από τ’ Ασκύφου. Προς ενίσχυση του Σαχίν πασά έσπευσε από τα
Χανιά ο Τουρκοκρητικός Χασάν Μπάντρης με 2.000 άτακτους, αλλά οι
δυνάμεις τους δεν κατάφεραν να απωθήσουν τις επιθέσεις των χριστιανών.
Αντιλαμβανόμενος ότι αδυνατούσε να κρατήσει τη θέση του, ο Σαχίν πασάς
ύψωσε λευκή σημαία και έδειξε διάθεση να συνθηκολογήσει, αλλά την
τελευταία στιγμή τράπηκε σε φυγή, αφήνοντας πίσω του μεγάλες ποσότητες
οπλισμού. Μια επίσης σημαντική μάχη έγινε το φθινόπωρο του 1877
στην παραπλήσια τοποθεσία Κεφαλόβρυση, αλλά ακόμη μεγαλύτερη σημασία
είχε αυτή που έγινε στις 27 Νοεμβρίου 1895 στην Κεφάλα Βρυσών (τότε
Αλικάμπου), λίγο μετά την έναρξη της Μεταπολιτευτικής Επανάστασης τον
ίδιο Οκτώβριο. Κατά τη διάρκεια της μάχης αυτής, οι χριστιανοί
επαναστάτες απέκρουσαν επιτυχώς μια ισχυρή οθωμανική δύναμη 3.000
ανδρών. Σύμφωνα με την περιγραφή του Πρεβελάκη, «Εις την γυμνήν και
ακατοίκητον τότε θέσιν των Βρυσών και στους υπέρθεν γηλόφους, η
Μεταπολιτευτική Επιτροπή εκέρδισε πρώτη περίλαμπρον νίκην. Μετά σκληράν
μάχην διαρκέσασαν καθ’ όλην την 27η Νοεμβρίου 1895, οι Τούρκοι
κατετροπώθησαν, αφήσαντες εκτός μάχης 196 νεκρούς και τραυματίας». Προς
ανάμνηση του γεγονότος αυτού στο χωριό ανεγέρθηκε μνημείο, καθώς και
προτομές των Ιωσήφ Λεκανίδη και Μανούσου Κούνδουρου. Σύμφωνα με
τις διαθέσιμες πηγές, το χωριό άρχισε να χτίζεται κατά την περίοδο της
αυτονομίας το 1905 και έγινε αυτοτελής κοινότητα το 1925, αλλά λόγω της
θέσης του κοντά στον κύριο οδικό άξονα Χανίων - Ρεθύμνου και πάνω στον
κύριο δρόμο προς τα Σφακιά αναπτύχθηκε γρήγορα. Κατά τα επόμενα χρόνια ο
οικισμός γνώρισε σημαντική οικονομική και πληθυσμιακή ανάπτυξη, αλλά η
γερμανική κατοχή (1941-1945) επηρέασε αρνητικά τη μετέπειτα πορεία του.
Κατά την τελευταία φάση της Μάχης της Κρήτης τον Μάιο του 1941 οι
βρετανικές δυνάμεις υποχώρησαν προς τα Σφακιά μέσω Βρυσών, εξέλιξη που
ώθησε τους Γερμανούς να βομβαρδίσουν το χωριό και να προξενήσουν
σημαντικές ζημιές στην παλιά του γέφυρα, η οποία κατέρρευσε μερικά
χρόνια αργότερα. Το χωριό και ο πληθυσμός του άρχισαν να ανακάμπτουν
μόλις τη δεκαετία του ’60, λόγω της ανάπτυξης των συγκοινωνιών και του
τουρισμού. Οι Βρύσες έγιναν έδρα του Δήμου Κρυονερίδας το 1999 σύμφωνα
με το Πρόγραμμα «Καποδίστριας» και έδρα του Δήμου Αποκορώνου το 2010
σύμφωνα με το Πρόγραμμα «Καλλικράτης». Στο χωριό υπάρχουν σχολεία όλων
των βαθμίδων (νηπιαγωγείο, δημοτικό, γυμνάσιο και Επαγγελματικό Λύκειο),
αστυνομικό τμήμα, πυροσβεστικό κλιμάκιο, ιατρείο, κτηνιατρείο,
ταχυδρομείο και μηχάνημα αυτόματης ανάληψης (ΑΤΜ) της Εθνικής Τράπεζας
της Ελλάδος.